- ἐξανήρπασαν
- ἐξαναρπάζωsnatch awayaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαναρπάζω — ἐξαναρπάζω (Α) 1. αρπάζω κάτι βίαια και βιαστικά, αναρπάζω («ἐξανήρπασαν ταῡρον», Ευρ.) 2. (για γυναίκα) κλέβω, κάνω απαγωγή («ἐρῶν ἐρῶσαν ᾤχετ ἐξαναρπάσας Ἑλένην», Ευρ.) … Dictionary of Greek